- αἰθούσῃ
- αἴθουσαporticofem dat sg (attic epic ionic)αἴθωlight uppres part act fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αἰθούσῃ — Αἰθούσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευερκής — εὐερκής, ές (Α) 1. ο περιφραγμένος καλά, με ασφαλή περίβολο («ὑπ᾿ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. ασφαλής («θύρες δ εὐερκέες εἰσίν», Ομ. Οδ.) 3. (για δίχτια) αυτός που περιβάλλει, που περικλείει, χωρίς δυνατότητα διαφυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + … Dictionary of Greek